↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφυγμικός η σφυγμική το σφυγμικό
      γενική του σφυγμικού της σφυγμικής του σφυγμικού
    αιτιατική τον σφυγμικό τη σφυγμική το σφυγμικό
     κλητική σφυγμικέ σφυγμική σφυγμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφυγμικοί οι σφυγμικές τα σφυγμικά
      γενική των σφυγμικών των σφυγμικών των σφυγμικών
    αιτιατική τους σφυγμικούς τις σφυγμικές τα σφυγμικά
     κλητική σφυγμικοί σφυγμικές σφυγμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφυγμικός < ελληνιστική κοινή σφυγμικός < αρχαία ελληνική σφυγμός

  Επίθετο

επεξεργασία

σφυγμικός

  • (ιατρική) που έχει σχέση με σφυγμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
    ※  Η ταχύτητα μετάδοσης του σφυγμικού κύματος σχετιζόταν με την μέση αρτηριακή πίεση σε όλες τις ομάδες. (*)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία