σφουγγαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφουγγαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σφουγγαρίζω
Μετοχή
επεξεργασίασφουγγαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σφουγγαρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφουγγαρισμένος
|
σφουγγαρισμένος, -η, -ο
|