σφάλισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφάλισμα < μεσαιωνική ελληνική σφάλισμα < σφαλίζω + -μα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsfa.li.zma/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασφάλισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σφαλίζω
Δείτε επίσης : ἀσφάλισμα |
σφάλισμα ουδέτερο