ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀσφάλισμᾰ τὰ ἀσφαλίσμᾰτ
      γενική τοῦ ἀσφαλίσμᾰτος τῶν ἀσφαλισμᾰ́των
      δοτική τῷ ἀσφαλίσμᾰτ τοῖς ἀσφαλίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἀσφάλισμᾰ τὰ ἀσφαλίσμᾰτ
     κλητική ! ἀσφάλισμᾰ ἀσφαλίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀσφαλίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀσφαλισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀσφάλισμα < ἀσφαλίζω, ἀσφαλισ- + -μα < αρχαία ελληνική ἀσφαλής < σφάλλω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀσφάλισμα ουδέτερο

  1. (ελληνιστική κοινή) ασφάλεια
  2. (ελληνιστική κοινή) εγγύηση
  3. (ελληνιστική κοινή) οχύρωση

Δείτε επίσης

επεξεργασία