συρματοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συρματοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συρματοποιώ
Μετοχή
επεξεργασίασυρματοποιημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συρματοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία συρματοποιημένος
|
συρματοποιημένος, -η, -ο
|