Ετυμολογία

επεξεργασία
συρματοποιώ < σύρμα + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tréfiler[1])

συρματοποιώ (παθητική φωνή: συρματοποιούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία