συρματοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συρματοποιώ < σύρμα + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tréfiler[1])
Ρήμα
επεξεργασίασυρματοποιώ (παθητική φωνή: συρματοποιούμαι)
- κατασκευάζω (με εφελκυσμό) σύρμα
Συγγενικά
επεξεργασία- συρματοποιείο
- συρματοποίηση
- συρματοποιία
- συρματοποιός
- → δείτε τις λέξεις σύρμα και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συρματοποιώ | συρματοποιούσα | θα συρματοποιώ | να συρματοποιώ | συρματοποιώντας | |
β' ενικ. | συρματοποιείς | συρματοποιούσες | θα συρματοποιείς | να συρματοποιείς | (συρματοποίει) | |
γ' ενικ. | συρματοποιεί | συρματοποιούσε | θα συρματοποιεί | να συρματοποιεί | ||
α' πληθ. | συρματοποιούμε | συρματοποιούσαμε | θα συρματοποιούμε | να συρματοποιούμε | ||
β' πληθ. | συρματοποιείτε | συρματοποιούσατε | θα συρματοποιείτε | να συρματοποιείτε | συρματοποιείτε | |
γ' πληθ. | συρματοποιούν(ε) | συρματοποιούσαν(ε) | θα συρματοποιούν(ε) | να συρματοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συρματοποίησα | θα συρματοποιήσω | να συρματοποιήσω | συρματοποιήσει | ||
β' ενικ. | συρματοποίησες | θα συρματοποιήσεις | να συρματοποιήσεις | συρματοποίησε | ||
γ' ενικ. | συρματοποίησε | θα συρματοποιήσει | να συρματοποιήσει | |||
α' πληθ. | συρματοποιήσαμε | θα συρματοποιήσουμε | να συρματοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | συρματοποιήσατε | θα συρματοποιήσετε | να συρματοποιήσετε | συρματοποιήστε | ||
γ' πληθ. | συρματοποίησαν συρματοποιήσαν(ε) |
θα συρματοποιήσουν(ε) | να συρματοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συρματοποιήσει | είχα συρματοποιήσει | θα έχω συρματοποιήσει | να έχω συρματοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συρματοποιήσει | είχες συρματοποιήσει | θα έχεις συρματοποιήσει | να έχεις συρματοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συρματοποιήσει | είχε συρματοποιήσει | θα έχει συρματοποιήσει | να έχει συρματοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συρματοποιήσει | είχαμε συρματοποιήσει | θα έχουμε συρματοποιήσει | να έχουμε συρματοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συρματοποιήσει | είχατε συρματοποιήσει | θα έχετε συρματοποιήσει | να έχετε συρματοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συρματοποιήσει | είχαν συρματοποιήσει | θα έχουν συρματοποιήσει | να έχουν συρματοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συρματοποιώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συρματοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας