↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συρματένιος η συρματένια το συρματένιο
      γενική του συρματένιου της συρματένιας του συρματένιου
    αιτιατική τον συρματένιο τη συρματένια το συρματένιο
     κλητική συρματένιε συρματένια συρματένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συρματένιοι οι συρματένιες τα συρματένια
      γενική των συρματένιων των συρματένιων των συρματένιων
    αιτιατική τους συρματένιους τις συρματένιες τα συρματένια
     κλητική συρματένιοι συρματένιες συρματένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συρματένιος < σύρμα, συρματ- + -ένιος, → δείτε  μεσαιωνική ελληνική συρματέινος[1] [2] < αρχαία ελληνική σύρμα < σύρω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siɾ.maˈte.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐μα‐τέ‐νιος

  Επίθετο

επεξεργασία

συρματένιος, -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συρματέινος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. συρματένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας