συνηχών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συνηχών | η | συνηχούσα | το | συνηχούν |
γενική | του | συνηχούντος & συνηχούντα1 |
της | συνηχούσας & συνηχούσης* |
του | συνηχούντος |
αιτιατική | τον | συνηχούντα | τη | συνηχούσα | το | συνηχούν |
κλητική | συνηχών | συνηχούσα | συνηχούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συνηχούντες | οι | συνηχούσες | τα | συνηχούντα |
γενική | των | συνηχούντων | των | συνηχουσών | των | συνηχούντων |
αιτιατική | τους | συνηχούντες | τις | συνηχούσες | τα | συνηχούντα |
κλητική | συνηχούντες | συνηχούσες | συνηχούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνηχών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνηχῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συνηχέω / συνηχῶ
Μετοχή
επεξεργασίασυνηχών, -ούσα, -ούν
- που συνηχεί, αυτός που ακούγεται μαζί
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνηχών