↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνηχούμενος η συνηχούμενη το συνηχούμενο
      γενική του συνηχούμενου της συνηχούμενης του συνηχούμενου
    αιτιατική τον συνηχούμενο τη συνηχούμενη το συνηχούμενο
     κλητική συνηχούμενε συνηχούμενη συνηχούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνηχούμενοι οι συνηχούμενες τα συνηχούμενα
      γενική των συνηχούμενων των συνηχούμενων των συνηχούμενων
    αιτιατική τους συνηχούμενους τις συνηχούμενες τα συνηχούμενα
     κλητική συνηχούμενοι συνηχούμενες συνηχούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνηχούμενος > αρχαία ελληνική συνηχούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα συνηχῶ

συνηχούμενος, -η, -ο

  • που ακούγεται μαζί, ο συνηχών
    ※  σύλλογος νέων ψαλμωδών ήρχισε ψάλλων χαριεστάτας μελωδίας, συνηχούμενος γλυκέως υπό των εαυτών Τάμς-τάμς (Χρυσαλλίς, τευχ. 74, 30 Ιαν. 1866, σελ. 28 [1])
    ※  Και στις δύο όμως περιπτώσεις του ισοκρατήματος, προκειμένου να ακουστεί σωστά ο ΠΑ, είτε με συνηχούμενο φθόγγο τον κάτω ΔΙ είτε με υπονοούμενο φθόγγο το φυσικό ΔΙ του νοουμένου τετραχόρδου ΠΑ-ΔΙ, θα πρέπει να σχηματίσει με τους φθόγγους αυτούς τέλειο τετράχορδο (30 μορίων ή λόγο 4/3). (30 Δεκ. 2009 [2])
    ※  Αποδομείται ο ήχος σε ένα σήμα διέγερσης και ένα συνηχούμενο φίλτρο (Παναγιώτης Γεωργίου, Ανάλυση αλγορίθμου ανίχνευσης attack transient και η εφαρμογή του σε λογισμικό μοντελοποιημένης σύνθεσης κυματομορφών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Ιούνιος 2017, σελ. 18 [3])