συνεπιμέλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυνεπιμέλεια θηλυκό
- η από κοινού επιμέλεια κάποιων για κάτι
- (νομικός όρος) (νεολογισμός) τα ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις που έχουν οι δύο γονείς προς τα παιδιά του (μέσα στο γάμο ή και μετά το διαζύγιο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνεπιμέλεια
|