συνεπιμελούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνεπιμελούμαι < αρχαία ελληνική συνεπιμελέομαι < σύν + ἐπιμελέομαι
Ρήμα επεξεργασία
συνεπιμελούμαι (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) επιμελούμαι κάτι από κοινού με κάποιον άλλον
- (νομικός όρος) (νεολογισμός) έχω τη συνεπιμέλεια
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνεπιμελούμαι
|