↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνεπιβατισμός οι συνεπιβατισμοί
      γενική του συνεπιβατισμού των συνεπιβατισμών
    αιτιατική τον συνεπιβατισμό τους συνεπιβατισμούς
     κλητική συνεπιβατισμέ συνεπιβατισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεπιβατισμός < συν + επιβάτης + -ισμός ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική carpooling)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνεπιβατισμός αρσενικό

  • (νεολογισμός) η πρακτική δύο ή περισσοτέρων ατόμων να μοιράζονται κάποιο όχημα και να επιμερίζουν αναλογικά τα έξοδα που τους αναλογούν, προκειμένου να μεταβούν στον προορισμό τους
    (Εξαιτίας της χθεσινής απεργίας των ΜΜΜ) ο «συνεπιβατισμός» (car-pooling) ήταν ένας από τους... εναλλακτικούς τρόπους μετακίνησης (εφ. Τα Νέα, 27/9/2011)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία