Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

carpool < car + pool

  Ουσιαστικό επεξεργασία

carpool

  • Η πρακτική δύο ή περισσοτέρων ατόμων να μοιράζονται κάποιο όχημα και να επιμερίζουν αναλογικά τα έξοδα που τους αναλογούν, προκειμένου να μεταβούν στον προορισμό τους, συνεπιβατισμός

Συνώνυμα επεξεργασία

Υπερώνυμα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

carpool

  • Μετακινούμαι με ακόμα ένα ή περισσότερα άτομα χρησιμοποιώντας από κοινού κάποιο όχημα και επιμερίζοντας αναλογικά τα έξοδα που μας αναλογούν, προκειμένου να μεταβούμε στον προορισμό μας