↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεπίσημος η συνεπίσημη το συνεπίσημο
      γενική του συνεπίσημου της συνεπίσημης του συνεπίσημου
    αιτιατική τον συνεπίσημο τη συνεπίσημη το συνεπίσημο
     κλητική συνεπίσημε συνεπίσημη συνεπίσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεπίσημοι οι συνεπίσημες τα συνεπίσημα
      γενική των συνεπίσημων των συνεπίσημων των συνεπίσημων
    αιτιατική τους συνεπίσημους τις συνεπίσημες τα συνεπίσημα
     κλητική συνεπίσημοι συνεπίσημες συνεπίσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνεπίσημος < συν- + επίσημος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική co-officielle

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.neˈpi.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νε‐πί‐ση‐μος
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐ε‐πί‐ση‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

συνεπίσημος

  • (νεολογισμός) που είναι ή θεωρείται επίσημος μαζί με κάτι άλλο
    ⮡  Η καταλανική και η βασκική είναι συνεπίσημες γλώσσες του ισπανικού κράτους.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία