συνεπίσημος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεπίσημος < συν- + επίσημος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική co-officielle
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.neˈpi.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νε‐πί‐ση‐μος
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ε‐πί‐ση‐μος
Επίθετο
επεξεργασίασυνεπίσημος
- (νεολογισμός) που είναι ή θεωρείται επίσημος μαζί με κάτι άλλο
- ⮡ Η καταλανική και η βασκική είναι συνεπίσημες γλώσσες του ισπανικού κράτους.
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνεπίσημος