Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεπέστερος η συνεπέστερη το συνεπέστερο
      γενική του συνεπέστερου της συνεπέστερης του συνεπέστερου
    αιτιατική τον συνεπέστερο τη συνεπέστερη το συνεπέστερο
     κλητική συνεπέστερε συνεπέστερη συνεπέστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεπέστεροι οι συνεπέστερες τα συνεπέστερα
      γενική των συνεπέστερων των συνεπέστερων των συνεπέστερων
    αιτιατική τους συνεπέστερους τις συνεπέστερες τα συνεπέστερα
     κλητική συνεπέστεροι συνεπέστερες συνεπέστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεπέστερος < συνεπής + -έστερος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.neˈpe.ste.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νε‐πέ‐στε‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

συνεπέστερος

  Μεταφράσεις επεξεργασία