συνδικαλιστοπατέρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνδικαλιστοπατέρας < συνδικαλιστής + -ο- + πατέρας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sin.ði.ka.li.sto.paˈte.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐δι‐κα‐λι‐στο‐πα‐τέ‐ρας
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνδικαλιστοπατέρας αρσενικό
- (νεολογισμός, μειωτικό, πολιτική) άτομο, που μπορεί να είναι (ή και όχι) συνδικαλιστής, που προσεταιρίζεται τους εκπροσώπους ή επικεφαλής των συνδικαλιστών εξυπηρετώντας τους ή δεχόμενο εξυπηρετήσεις
- → χρειάζεται παράθεμα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) νεολογισμού
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις συνδικαλιστής, δίκη και πατέρας
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνδικαλιστοπατέρας
|