Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εργατοπατέρας οι εργατοπατέρες
εργατοπατεράδες
      γενική του εργατοπατέρα των εργατοπατέρων
εργατοπατεράδων
    αιτιατική τον εργατοπατέρα τους εργατοπατέρες
εργατοπατεράδες
     κλητική εργατοπατέρα εργατοπατέρες
εργατοπατεράδες
Κατηγορία όπως «πατέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργατοπατέρας < εργάτης + πατέρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εργατοπατέρας αρσενικό

  • μειωτικός χαρακτηρισμός για πολιτικούς ηγέτες ή συνδικαλιστές που αποσκοπούν στο να ελέγξουν ή να εκμεταλλευτούν το εργατικό κίνημα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία