εργατοπατέρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εργατοπατέρας αρσενικό
- μειωτικός χαρακτηρισμός για πολιτικούς ηγέτες ή συνδικαλιστές που αποσκοπούν στο να ελέγξουν ή να εκμεταλλευτούν το εργατικό κίνημα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εργατοπατέρας
|