Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγροτοπατέρας οι αγροτοπατέρες
αγροτοπατεράδες
      γενική του αγροτοπατέρα των αγροτοπατέρων
αγροτοπατεράδων
    αιτιατική τον αγροτοπατέρα τους αγροτοπατέρες
αγροτοπατεράδες
     κλητική αγροτοπατέρα αγροτοπατέρες
αγροτοπατεράδες
Κατηγορία όπως «πατέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγροτοπατέρας < αγροτο- + πατέρας, βλέπε και εργατοπατέρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγροτοπατέρας αρσενικό

  • μειωτικός χαρακτηρισμός για πολιτικούς ηγέτες ή συνδικαλιστές του αγροτικού χώρου που αποσκοπούν στο να ελέγξουν ή να εκμεταλλευτούν το αγροτικό κίνημα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία