συνδιαχείριση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνδιαχείριση | οι | συνδιαχειρίσεις |
γενική | της | συνδιαχείρισης* | των | συνδιαχειρίσεων |
αιτιατική | τη | συνδιαχείριση | τις | συνδιαχειρίσεις |
κλητική | συνδιαχείριση | συνδιαχειρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδιαχειρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνδιαχείριση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνδιαχείριση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνδιαχείριση
|