συνδιαχείριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνδιαχείριση | οι | συνδιαχειρίσεις |
γενική | της | συνδιαχείρισης* | των | συνδιαχειρίσεων |
αιτιατική | τη | συνδιαχείριση | τις | συνδιαχειρίσεις |
κλητική | συνδιαχείριση | συνδιαχειρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδιαχειρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συνδιαχείριση < συνδιαχειρίζομαι + -ση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική comanagement[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cogérance[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνδιαχείριση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συνδιαχειρίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 συνδιαχείριση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)