Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ.ʒe.ʁɑ̃ːs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cogérance cogérances

cogérance (fr) θηλυκό