συνδιαχειρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνδιαχειρίζομαι < συν- + διαχειρίζομαι (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική comanage[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cogérer[1])
Ρήμα
επεξεργασίασυνδιαχειρίζομαι
- (λόγιο, αποθετικό ρήμα) διαχειρίζομαι από κοινού, μαζί με άλλον
Συγγενικά
επεξεργασία- συνδιαχείριση
- συνδιαχειριστής
- συνδιαχειρίστρια
- → δείτε τις λέξεις συν, διαχειρίζομαι και χέρι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνδιαχειρίζομαι | συνδιαχειριζόμουν(α) | θα συνδιαχειρίζομαι | να συνδιαχειρίζομαι | ||
β' ενικ. | συνδιαχειρίζεσαι | συνδιαχειριζόσουν(α) | θα συνδιαχειρίζεσαι | να συνδιαχειρίζεσαι | (συνδιαχειρίζου) | |
γ' ενικ. | συνδιαχειρίζεται | συνδιαχειριζόταν(ε) | θα συνδιαχειρίζεται | να συνδιαχειρίζεται | ||
α' πληθ. | συνδιαχειριζόμαστε | συνδιαχειριζόμαστε συνδιαχειριζόμασταν |
θα συνδιαχειριζόμαστε | να συνδιαχειριζόμαστε | ||
β' πληθ. | συνδιαχειρίζεστε | συνδιαχειριζόσαστε συνδιαχειριζόσασταν |
θα συνδιαχειρίζεστε | να συνδιαχειρίζεστε | (συνδιαχειρίζεστε) | |
γ' πληθ. | συνδιαχειρίζονται | συνδιαχειρίζονταν συνδιαχειριζόντουσαν |
θα συνδιαχειρίζονται | να συνδιαχειρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνδιαχειρίστηκα | θα συνδιαχειριστώ | να συνδιαχειριστώ | συνδιαχειριστεί | ||
β' ενικ. | συνδιαχειρίστηκες | θα συνδιαχειριστείς | να συνδιαχειριστείς | συνδιαχειρίσου | ||
γ' ενικ. | συνδιαχειρίστηκε | θα συνδιαχειριστεί | να συνδιαχειριστεί | |||
α' πληθ. | συνδιαχειριστήκαμε | θα συνδιαχειριστούμε | να συνδιαχειριστούμε | |||
β' πληθ. | συνδιαχειριστήκατε | θα συνδιαχειριστείτε | να συνδιαχειριστείτε | συνδιαχειριστείτε | ||
γ' πληθ. | συνδιαχειρίστηκαν συνδιαχειριστήκαν(ε) |
θα συνδιαχειριστούν(ε) | να συνδιαχειριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συνδιαχειριστεί | είχα συνδιαχειριστεί | θα έχω συνδιαχειριστεί | να έχω συνδιαχειριστεί | συνδιαχειρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις συνδιαχειριστεί | είχες συνδιαχειριστεί | θα έχεις συνδιαχειριστεί | να έχεις συνδιαχειριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συνδιαχειριστεί | είχε συνδιαχειριστεί | θα έχει συνδιαχειριστεί | να έχει συνδιαχειριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συνδιαχειριστεί | είχαμε συνδιαχειριστεί | θα έχουμε συνδιαχειριστεί | να έχουμε συνδιαχειριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συνδιαχειριστεί | είχατε συνδιαχειριστεί | θα έχετε συνδιαχειριστεί | να έχετε συνδιαχειριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συνδιαχειριστεί | είχαν συνδιαχειριστεί | θα έχουν συνδιαχειριστεί | να έχουν συνδιαχειριστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 συνδιαχειρίζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)