συνδιαχειριστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνδιαχειριστής (νεολογισμός) < συνδιαχειρισ- (ρήμα συνδιαχειρίζομαι) + -τής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική comanager ή από τη γαλλική cogérant[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνδιαχειριστής αρσενικό (θηλυκό συνδιαχειρίστρια)
- κάποιος που συνδιαχειρίζεται κάτι με κάποιον άλλον
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνδιαχειριστής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συνδιαχειριστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
επεξεργασία- συνδιαχειριστής - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr