Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνδετήριος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνδετήρι
ος
η
συνδετήρι
α
το
συνδετήρι
ο
γενική
του
συνδετήρι
ου
της
συνδετήρι
ας
του
συνδετήρι
ου
αιτιατική
τον
συνδετήρι
ο
τη
συνδετήρι
α
το
συνδετήρι
ο
κλητική
συνδετήρι
ε
συνδετήρι
α
συνδετήρι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνδετήρι
οι
οι
συνδετήρι
ες
τα
συνδετήρι
α
γενική
των
συνδετήρι
ων
των
συνδετήρι
ων
των
συνδετήρι
ων
αιτιατική
τους
συνδετήρι
ους
τις
συνδετήρι
ες
τα
συνδετήρι
α
κλητική
συνδετήρι
οι
συνδετήρι
ες
συνδετήρι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνδετήριος
<
συνδέω
+
-τήριος
Επίθετο
επεξεργασία
συνδετήριος, -α, -ο
(
λόγιο
) που συμβάλλει στη
σύνδεση
, που
συνδέει
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
συνδέω
και
δένω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
συνδετικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνδετήριος