Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συναχωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συναχωμέν
ος
η
συναχωμέν
η
το
συναχωμέν
ο
γενική
του
συναχωμέν
ου
της
συναχωμέν
ης
του
συναχωμέν
ου
αιτιατική
τον
συναχωμέν
ο
τη
συναχωμέν
η
το
συναχωμέν
ο
κλητική
συναχωμέν
ε
συναχωμέν
η
συναχωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συναχωμέν
οι
οι
συναχωμέν
ες
τα
συναχωμέν
α
γενική
των
συναχωμέν
ων
των
συναχωμέν
ων
των
συναχωμέν
ων
αιτιατική
τους
συναχωμέν
ους
τις
συναχωμέν
ες
τα
συναχωμέν
α
κλητική
συναχωμέν
οι
συναχωμέν
ες
συναχωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συναχωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
συναχώνω
,
συναχώνομαι
Αντώνυμα
επεξεργασία
ασυνάχωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συναχωμένος