Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συναχώνω < συνάχ(ι) + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

συναχώνω (παθητική φωνή: συναχώνομαι)

  1. (προφορικό) κάνω κάποιον να αρρωστήσει από συνάχι
  2. παθητική φωνή: συναχώνομαι: παθαίνω συνάχι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία