Ετυμολογία

επεξεργασία
συναχώνω < συνάχ(ι) + -ώνω

συναχώνω (παθητική φωνή: συναχώνομαι)

  1. (προφορικό) κάνω κάποιον να αρρωστήσει από συνάχι
  2. παθητική φωνή: συναχώνομαι: παθαίνω συνάχι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία