συναναστραφείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συναναστραφείς | η | συναναστραφείσα | το | συναναστραφέν |
γενική | του | συναναστραφέντος | της | συναναστραφείσας & συναναστραφείσης* |
του | συναναστραφέντος |
αιτιατική | τον | συναναστραφέντα | τη | συναναστραφείσα | το | συναναστραφέν |
κλητική | συναναστραφείς | συναναστραφείσα | συναναστραφέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συναναστραφέντες | οι | συναναστραφείσες | τα | συναναστραφέντα |
γενική | των | συναναστραφέντων | των | συναναστραφεισών | των | συναναστραφέντων |
αιτιατική | τους | συναναστραφέντες | τις | συναναστραφείσες | τα | συναναστραφέντα |
κλητική | συναναστραφέντες | συναναστραφείσες | συναναστραφέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίασυναναστραφείς
- μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος συναναστρέφομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναναστραφείς
|
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίασυναναστραφείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συναναστρέφομαι
- θα συναναστραφείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συναναστρέφομαι