↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναδερφωμένος η συναδερφωμένη το συναδερφωμένο
      γενική του συναδερφωμένου της συναδερφωμένης του συναδερφωμένου
    αιτιατική τον συναδερφωμένο τη συναδερφωμένη το συναδερφωμένο
     κλητική συναδερφωμένε συναδερφωμένη συναδερφωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναδερφωμένοι οι συναδερφωμένες τα συναδερφωμένα
      γενική των συναδερφωμένων των συναδερφωμένων των συναδερφωμένων
    αιτιατική τους συναδερφωμένους τις συναδερφωμένες τα συναδερφωμένα
     κλητική συναδερφωμένοι συναδερφωμένες συναδερφωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

συναδερφωμένος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία