Ετυμολογία

επεξεργασία
συναδερφώνω < συνάδερφος + -ώνω

συναδερφώνω (παθητική φωνή: συναδερφώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία