συναδερφώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναδερφώνω < συνάδερφος + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίασυναδερφώνω (παθητική φωνή: συναδερφώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- συναδερφωμένος
- συναδέρφωση
- → δείτε τις λέξεις συνάδερφος και αδερφός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναδερφώνω | συναδέρφωνα | θα συναδερφώνω | να συναδερφώνω | συναδερφώνοντας | |
β' ενικ. | συναδερφώνεις | συναδέρφωνες | θα συναδερφώνεις | να συναδερφώνεις | συναδέρφωνε | |
γ' ενικ. | συναδερφώνει | συναδέρφωνε | θα συναδερφώνει | να συναδερφώνει | ||
α' πληθ. | συναδερφώνουμε | συναδερφώναμε | θα συναδερφώνουμε | να συναδερφώνουμε | ||
β' πληθ. | συναδερφώνετε | συναδερφώνατε | θα συναδερφώνετε | να συναδερφώνετε | συναδερφώνετε | |
γ' πληθ. | συναδερφώνουν(ε) | συναδέρφωναν συναδερφώναν(ε) |
θα συναδερφώνουν(ε) | να συναδερφώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναδέρφωσα | θα συναδερφώσω | να συναδερφώσω | συναδερφώσει | ||
β' ενικ. | συναδέρφωσες | θα συναδερφώσεις | να συναδερφώσεις | συναδέρφωσε | ||
γ' ενικ. | συναδέρφωσε | θα συναδερφώσει | να συναδερφώσει | |||
α' πληθ. | συναδερφώσαμε | θα συναδερφώσουμε | να συναδερφώσουμε | |||
β' πληθ. | συναδερφώσατε | θα συναδερφώσετε | να συναδερφώσετε | συναδερφώστε | ||
γ' πληθ. | συναδέρφωσαν συναδερφώσαν(ε) |
θα συναδερφώσουν(ε) | να συναδερφώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συναδερφώσει | είχα συναδερφώσει | θα έχω συναδερφώσει | να έχω συναδερφώσει | ||
β' ενικ. | έχεις συναδερφώσει | είχες συναδερφώσει | θα έχεις συναδερφώσει | να έχεις συναδερφώσει | ||
γ' ενικ. | έχει συναδερφώσει | είχε συναδερφώσει | θα έχει συναδερφώσει | να έχει συναδερφώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συναδερφώσει | είχαμε συναδερφώσει | θα έχουμε συναδερφώσει | να έχουμε συναδερφώσει | ||
β' πληθ. | έχετε συναδερφώσει | είχατε συναδερφώσει | θα έχετε συναδερφώσει | να έχετε συναδερφώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συναδερφώσει | είχαν συναδερφώσει | θα έχουν συναδερφώσει | να έχουν συναδερφώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναδερφώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- συναδελφώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συναδελφώνομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συναδερφώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)