↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναδέρφωση οι συναδερφώσεις
      γενική της συναδέρφωσης* των συναδερφώσεων
    αιτιατική τη συναδέρφωση τις συναδερφώσεις
     κλητική συναδέρφωση συναδερφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναδερφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συναδέρφωση < συναδερφώνω + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συναδέρφωση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία