Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συμπαρατασσόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συμπαρατασσόμεν
ος
η
συμπαρατασσόμεν
η
το
συμπαρατασσόμεν
ο
γενική
του
συμπαρατασσόμεν
ου
της
συμπαρατασσόμεν
ης
του
συμπαρατασσόμεν
ου
αιτιατική
τον
συμπαρατασσόμεν
ο
τη
συμπαρατασσόμεν
η
το
συμπαρατασσόμεν
ο
κλητική
συμπαρατασσόμεν
ε
συμπαρατασσόμεν
η
συμπαρατασσόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συμπαρατασσόμεν
οι
οι
συμπαρατασσόμεν
ες
τα
συμπαρατασσόμεν
α
γενική
των
συμπαρατασσόμεν
ων
των
συμπαρατασσόμεν
ων
των
συμπαρατασσόμεν
ων
αιτιατική
τους
συμπαρατασσόμεν
ους
τις
συμπαρατασσόμεν
ες
τα
συμπαρατασσόμεν
α
κλητική
συμπαρατασσόμεν
οι
συμπαρατασσόμεν
ες
συμπαρατασσόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συμπαρατασσόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
συμπαρατάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμπαρατασσόμενος