συμβουλευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβουλευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συμβουλεύω
Μετοχή
επεξεργασίασυμβουλευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συμβουλεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβουλευμένος
|
συμβουλευμένος, -η, -ο
|