συλλογέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συλλογέας < ελληνιστική κοινή συλλογεύς[1] [2] [3] (1. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική collectionneur[2] [3]. 2. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική collecteur[2] [3])
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυλλογέας αρσενικό
- (λόγιο) που συλλέγει, που ερευνά και συγκροτεί συλλογές
- (τεχνολογία) αντικείμενο ή μηχανισμός που χρησιμοποιείται για συλλογή
- άλλες μορφές: συλλέκτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία που συλλέγει, που ερευνά και συγκροτεί συλλογές
αντικείμενο ή μηχανισμός που χρησιμοποιείται για συλλογή
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συλλογεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 συλλογέας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 3,0 3,1 3,2 συλλογέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας