συλλεκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συλλεκτικός < συλλέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.le.ktiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /si.le.ktiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /si.le.ktiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίασυλλεκτικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη συγκέντρωση πραγμάτων
- που σχετίζεται με το συλλέκτη
Εκφράσεις
επεξεργασία- συλλεκτικό αντικείμενο (κομμάτι, ...) : καθετί που αξίζει να μπει σε συλλογή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συλλεκτικός
|