Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συλλέκτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Σύνθετα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
συλλέκτρι
α
οι
συλλέκτρι
ες
γενική
της
συλλέκτρι
ας
των
συλλεκτρι
ών
αιτιατική
τη
συλλέκτρι
α
τις
συλλέκτρι
ες
κλητική
συλλέκτρι
α
συλλέκτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συλλέκτρια
<
συλλέκτης
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συλλέκτρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
)
θηλυκό
του
συλλέκτης
Σύνθετα
επεξεργασία
νομισματοσυλλέκτρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συλλέκτρια
αγγλικά
:
collector
(en)
γαλλικά
:
collectionneuse
(fr)
πολωνικά
:
kolekcjonerka
(pl)