kolekcjonerka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kolekcjonerka < θηλυκό του kolekcjoner (+ κατάληξη θηλυκών -ka)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαkolekcjonerka (pl) θηλυκό
- η συλλέκτρια, άτομο που έχει συλλογή
kolekcjonerka (pl) θηλυκό