συλλαβισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συλλαβισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συλλαβίζω
Μετοχή επεξεργασία
συλλαβισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη συλλαβίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
συλλαβισμένος
|
συλλαβισμένος, -η, -ο
|