↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συκοφαντημένος η συκοφαντημένη το συκοφαντημένο
      γενική του συκοφαντημένου της συκοφαντημένης του συκοφαντημένου
    αιτιατική τον συκοφαντημένο τη συκοφαντημένη το συκοφαντημένο
     κλητική συκοφαντημένε συκοφαντημένη συκοφαντημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συκοφαντημένοι οι συκοφαντημένες τα συκοφαντημένα
      γενική των συκοφαντημένων των συκοφαντημένων των συκοφαντημένων
    αιτιατική τους συκοφαντημένους τις συκοφαντημένες τα συκοφαντημένα
     κλητική συκοφαντημένοι συκοφαντημένες συκοφαντημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συκοφαντημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συκοφαντώ

συκοφαντημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία