Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκρινόμενος η συγκρινόμενη το συγκρινόμενο
      γενική του συγκρινόμενου της συγκρινόμενης του συγκρινόμενου
    αιτιατική τον συγκρινόμενο τη συγκρινόμενη το συγκρινόμενο
     κλητική συγκρινόμενε συγκρινόμενη συγκρινόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκρινόμενοι οι συγκρινόμενες τα συγκρινόμενα
      γενική των συγκρινόμενων των συγκρινόμενων των συγκρινόμενων
    αιτιατική τους συγκρινόμενους τις συγκρινόμενες τα συγκρινόμενα
     κλητική συγκρινόμενοι συγκρινόμενες συγκρινόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

συγκρινόμενος




  Μεταφράσεις επεξεργασία