Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συγκρινόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συγκρινόμεν
ος
η
συγκρινόμεν
η
το
συγκρινόμεν
ο
γενική
του
συγκρινόμεν
ου
της
συγκρινόμεν
ης
του
συγκρινόμεν
ου
αιτιατική
τον
συγκρινόμεν
ο
τη
συγκρινόμεν
η
το
συγκρινόμεν
ο
κλητική
συγκρινόμεν
ε
συγκρινόμεν
η
συγκρινόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συγκρινόμεν
οι
οι
συγκρινόμεν
ες
τα
συγκρινόμεν
α
γενική
των
συγκρινόμεν
ων
των
συγκρινόμεν
ων
των
συγκρινόμεν
ων
αιτιατική
τους
συγκρινόμεν
ους
τις
συγκρινόμεν
ες
τα
συγκρινόμεν
α
κλητική
συγκρινόμεν
οι
συγκρινόμεν
ες
συγκρινόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συγκρινόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
συγκρίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγκρινόμενος
γαλλικά
:
comparé
(fr)