συγκεντρωσιμότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκεντρωσιμότητα < συγκεντρώσιμ(ος)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) + -ότητα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγκεντρωσιμότητα θηλυκό
- o βαθμός συγκέντρωσης πλήθους από κάτι
- ↪ στην περιοψή του κέντρου, έχουμε υψηλή συγκεντρωσιμότητα ανθρώπων στις ώρες αιχμής
- ↪ συγκεντρωσιμότητα ασφαλιστικών κινδύνων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκεντρωσιμότητα