Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκεντρωσιμότητα οι συγκεντρωσιμότητες
      γενική της συγκεντρωσιμότητας των συγκεντρωσιμοτήτων
    αιτιατική τη συγκεντρωσιμότητα τις συγκεντρωσιμότητες
     κλητική συγκεντρωσιμότητα συγκεντρωσιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκεντρωσιμότητα < συγκεντρώσιμ(ος)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) + -ότητα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siŋ.ɟen.dɾo.siˈmo.ti.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συγκεντρωσιμότητα θηλυκό

  • o βαθμός συγκέντρωσης πλήθους από κάτι
    στην περιοψή του κέντρου, έχουμε υψηλή συγκεντρωσιμότητα ανθρώπων στις ώρες αιχμής
    συγκεντρωσιμότητα ασφαλιστικών κινδύνων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία