↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγγενευμένος η συγγενευμένη το συγγενευμένο
      γενική του συγγενευμένου της συγγενευμένης του συγγενευμένου
    αιτιατική τον συγγενευμένο τη συγγενευμένη το συγγενευμένο
     κλητική συγγενευμένε συγγενευμένη συγγενευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγγενευμένοι οι συγγενευμένες τα συγγενευμένα
      γενική των συγγενευμένων των συγγενευμένων των συγγενευμένων
    αιτιατική τους συγγενευμένους τις συγγενευμένες τα συγγενευμένα
     κλητική συγγενευμένοι συγγενευμένες συγγενευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγγενευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγγενεύω

συγγενευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία