Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στωικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
στωικότητ
α
οι
στωικότητ
ες
γενική
της
στωικότητ
ας
των
στωικοτήτ
ων
αιτιατική
τη
στωικότητ
α
τις
στωικότητ
ες
κλητική
στωικότητ
α
στωικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στωικότητα
<
στωικ(ός)
+
-ότητα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
sto.iˈko.ti.ta
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στωικότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
στωικός
, η
ιδιότητα
ή η
συμπεριφορά
του στωικού
Συνώνυμα
επεξεργασία
ανεκτικότητα
απάθεια
αταραξία
ηρεμία
καρτερικότητα
υπομονετικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στωικότητα
αγγλικά
:
stoicism
(en)
γαλλικά
:
stoïcité
(fr)
,
stoïcisme
(fr)