Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρογγυλή τράπεζα οι στρογγυλές τράπεζες
      γενική της στρογγυλής τραπέζης των στρογγυλών τραπεζών
    αιτιατική την στρογγυλή τράπεζα τις στρογγυλές τράπεζες
     κλητική στρογγυλή τράπεζα στρογγυλές τράπεζες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρογγυλή τράπεζα < έκφραση ιππότες της στρογγυλής τραπέζης, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Round Table → δείτε τις λέξεις στρογγυλή, στρογγυλός και τράπεζα, λόγιος τύπος του τραπέζι
για συζητήσεις < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική round table [1]

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

στρογγυλή τράπεζα

  1. (Αγγλία, λαογραφία το στρογγυλό τραπέζι όπου κάθονταν οι ιππότες του βασιλιά Αρθούρου, ώστε να αποφεύγεται η ύπαρξη κεφαλής σε ορθογώνιο τραπέζι, δηλωτικό της ισότητας και αδελφοσύνης των ιπποτών
    άλλη γραφή: Στρογγυλή Τράπεζα
  2. συζητήσεις, ανταλλαγή απόψεων ή ανακοινώσεις σε συνέδρια, συσκέψεις
    ※  Πρόσφατα αφιερώθηκαν δύο μελέτες στα ζητήματα αυτά, στο πλαίσιο των στρογγυλών τραπεζών που οργάνωσε η ομάδα [...]
    Hodot, René (1942-) (2000). Aρχαίες ελληνικές διάλεκτοι και νεοελληνικές διάλεκτοι. @greek‑language.gr Στο Η ελληνική γλώσσα και οι διάλεκτοί της, επιμέλεια Αναστάσιος-Φοίβος Χριστίδης et al., σελ. 29-34. Αθήνα: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2000. Μετάφραση από τα γαλλικά: Ελένη Μπακαγιάννη.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)