↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στουμπιστός η στουμπιστή το στουμπιστό
      γενική του στουμπιστού της στουμπιστής του στουμπιστού
    αιτιατική τον στουμπιστό τη στουμπιστή το στουμπιστό
     κλητική στουμπιστέ στουμπιστή στουμπιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στουμπιστοί οι στουμπιστές τα στουμπιστά
      γενική των στουμπιστών των στουμπιστών των στουμπιστών
    αιτιατική τους στουμπιστούς τις στουμπιστές τα στουμπιστά
     κλητική στουμπιστοί στουμπιστές στουμπιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στουμπιστός < στουμπίζω + -τός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stum.biˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στου‐μπι‐στός

  Επίθετο

επεξεργασία

στουμπιστός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία