Ετυμολογία

επεξεργασία
στουμπίζω < στούμπος + -ίζω < (όψιμη) μεσαιωνική ελληνική στοῦμπος / στόμπος[1] < σλαβικής προέλευσης stonpa [1] [2] [3] < πρωτοσλαβική *stǫpa (είδος γουδιού ή μύλου) < πρωτογερμανική *stampōną (πιέζω, συμπιέζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stembʰ- (ποδοπατώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stumˈbi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στου‐μπί‐ζω

στουμπίζω (παθητική φωνή: στουμπίζομαι)

  1. (λαϊκότροπο) κοπανώ κάτι με γουδί μέχρι να τριφτεί ή να γίνει αλοιφή
  2. (λαϊκότροπο, κατ’ επέκταση) χτυπώ, μωλωπίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 στούμπος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. στουμπίζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. στουμπίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας