↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστούμπιστος η αστούμπιστη το αστούμπιστο
      γενική του αστούμπιστου της αστούμπιστης του αστούμπιστου
    αιτιατική τον αστούμπιστο την αστούμπιστη το αστούμπιστο
     κλητική αστούμπιστε αστούμπιστη αστούμπιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστούμπιστοι οι αστούμπιστες τα αστούμπιστα
      γενική των αστούμπιστων των αστούμπιστων των αστούμπιστων
    αιτιατική τους αστούμπιστους τις αστούμπιστες τα αστούμπιστα
     κλητική αστούμπιστοι αστούμπιστες αστούμπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστούμπιστος < α- + στουμπίζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αστούμπιστος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία