στοματοφαρυγγικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στοματοφαρυγγικός < στοματοφάρυγγ(ας) + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sto.ma.to.fa.ɾiŋ.ɟiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στο‐μα‐το‐φα‐ρυγ‐γι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
στοματοφαρυγγικός, ή, ό
- (ανατομία) που σχετίζεται με τον στοματοφάρυγγα ή αναφέρεται σε αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
στοματοφαρυγγικός