στοματοφάρυγγας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στοματοφάρυγγας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστοματοφάρυγγας αρσενικό
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ρινοφάρυγγας
- υποφάρυγγας
- → δείτε και τις λέξεις στόμα και φάρυγγας
Μεταφράσεις
επεξεργασία στοματοφάρυγγας