↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στοιχισμένος η στοιχισμένη το στοιχισμένο
      γενική του στοιχισμένου της στοιχισμένης του στοιχισμένου
    αιτιατική τον στοιχισμένο τη στοιχισμένη το στοιχισμένο
     κλητική στοιχισμένε στοιχισμένη στοιχισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στοιχισμένοι οι στοιχισμένες τα στοιχισμένα
      γενική των στοιχισμένων των στοιχισμένων των στοιχισμένων
    αιτιατική τους στοιχισμένους τις στοιχισμένες τα στοιχισμένα
     κλητική στοιχισμένοι στοιχισμένες στοιχισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στοιχισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στοιχίζω

στοιχισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία