↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στιμαρισμένος η στιμαρισμένη το στιμαρισμένο
      γενική του στιμαρισμένου της στιμαρισμένης του στιμαρισμένου
    αιτιατική τον στιμαρισμένο τη στιμαρισμένη το στιμαρισμένο
     κλητική στιμαρισμένε στιμαρισμένη στιμαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στιμαρισμένοι οι στιμαρισμένες τα στιμαρισμένα
      γενική των στιμαρισμένων των στιμαρισμένων των στιμαρισμένων
    αιτιατική τους στιμαρισμένους τις στιμαρισμένες τα στιμαρισμένα
     κλητική στιμαρισμένοι στιμαρισμένες στιμαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιμαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στιμάρω

στιμαρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία