Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στερνοκλειδικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στερνοκλειδικ
ός
η
στερνοκλειδικ
ή
το
στερνοκλειδικ
ό
γενική
του
στερνοκλειδικ
ού
της
στερνοκλειδικ
ής
του
στερνοκλειδικ
ού
αιτιατική
τον
στερνοκλειδικ
ό
τη
στερνοκλειδικ
ή
το
στερνοκλειδικ
ό
κλητική
στερνοκλειδικ
έ
στερνοκλειδικ
ή
στερνοκλειδικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στερνοκλειδικ
οί
οι
στερνοκλειδικ
ές
τα
στερνοκλειδικ
ά
γενική
των
στερνοκλειδικ
ών
των
στερνοκλειδικ
ών
των
στερνοκλειδικ
ών
αιτιατική
τους
στερνοκλειδικ
ούς
τις
στερνοκλειδικ
ές
τα
στερνοκλειδικ
ά
κλητική
στερνοκλειδικ
οί
στερνοκλειδικ
ές
στερνοκλειδικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στερνοκλειδικός
<
στέρνο
+
-ο-
+
κλείδα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
στερνοκλειδικός
που έχει
σχέση
με το
στέρνο
και την
κλείδα
ή αναφέρεται σʼ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στερνοκλειδικός